εἰκονικῶν

εἰκονικῶν
εἰκονικός
representing a figure
fem gen pl
εἰκονικός
representing a figure
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισχυρές ή πυρηνικές αλληλεπιδράσεις — Ένα από τα τέσσερα είδη αλληλεπιδράσεων που υπάρχουν στη φύση. Οι ι.α. αφορούν τις αλληλεπιδράσεις που συντελούνται μεταξύ πρωτονίων και νετρονίων ενός πυρήνα, οδηγώντας στον σχηματισμό του. Η εμβέλεια της αλληλεπίδρασης είναι της τάξης της… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”